- λακωνικός
- -ή, -ό (Α λακωνικός, -ή, -όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» — η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνουςβ. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)2. (για λόγο) βρυχύλογος και περιεκτικός, σύντομος και εύστοχος («λακωνική απάντηση»)3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λακωνικήη Λακωνίανεοελλ.-μσν.φρ. «λακωνικός κύων» — είδος κυνηγετικού σκυλιού, το λαγωνικόαρχ.1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λακωνικαί (ενν. εμβάδες)είδος ανδρικού υποδήματος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λακωνικόνα) το κράτος τών Λακεδαιμονίωνβ) είδος γυναικείου διαφανούς ενδύματοςγ) ο λακωνικός τρόπος έκφρασης, η λακωνική βραχυλογία.επίρρ...λακωνικώς και -ά (Α λακωνικῶς)με λίγα και εύστοχα λόγια, σύντομα και με ακρίβεια.
Dictionary of Greek. 2013.